Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου τιμητική εκδήλωση για τα είκοσι χρόνια από τη ψήφιση και εφαρμογή του Νόμου περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (158(Ι)/99), στο αίθριο της Βουλής των Αντιπροσώπων, στην οποία παρευρέθηκε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μύρωνας Νικολάτος.
Στο χαιρετισμό του ο κ. Νικολάτος αναφέρει πως ο Νόμος 158(Ι)/99, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα νομοθετήματα από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μίλησε για την αρχή της νομιμότητας και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αρχές που πηγάζουν από το αγγλικό διοικητικό δίκαιο, αναλύοντας τη σημασία της νομοθεσίας του διοικητικού δικαίου για την πολιτεία καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται αλλαγή στην κουλτούρα των πολιτών για αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Διαβάστε το χαιρετισμό του Προέδρου του Ανωτάτου:
Η Δημοκρατία, ως πολίτευμα, αναδεικνύει την αρχή της ισονομίας και της ισοπολιτείας. Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι αυτό που κατεξοχήν κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμπεδώνει το κράτος δικαίου.
Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη διοίκηση να ενεργεί εντός του νόμου και υπό το νόμο. Η Διοίκηση μπορεί να κάνει μόνο ό,τι ρητά επιτάσσει ή επιτρέπει ο νόμος, ως απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου. Η Διοίκηση δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνει στη σφαίρα ελευθερίας του ατόμου, κατά παράβαση του νόμου (contra legem) και χωρίς η επέμβασή της να βρίσκει έρεισμα σε αυτόν (praeter legem/ultra legem). Σε αντίθεση βεβαίως με το απολυταρχικό καθεστώς όπου δεν παρέχεται καμία εγγυημένη ασφάλεια στους πολίτες, από την κρατική αυθαιρεσία.
Μέσω των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου προστίθενται, στο χώρο της διοικητικής νομιμότητας οι ηθικές αξίες και οι αρχές που πρέπει να διέπουν τη δράση της Διοίκησης, καθώς και η ορθή και ηθική εφαρμογή του νόμου. Οι γενικές αρχές βασίζονται σε μια σειρά συνταγματικών διατάξεων ή σε άλλες αρχές που έχουν ήδη καθιερωθεί νομολογιακά, όπως είναι οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό συμπληρώνονται τα κενά του δικαίου, με το απαιτούμενο πνεύμα της επιείκειας που διασφαλίζει καλύτερα τα δικαιώματα των διοικουμένων από αυθαίρετες επεμβάσεις της Διοίκησης.
Οι βασικές αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που βρίσκονται στον πυρήνα του παραδοσιακού Αγγλικού Διοικητικού Δικαίου, επιβάλλουν ότι ουδείς είναι κριτής του ευατού του και ότι σε κάθε υπόθεση ακούονται και οι δύο πλευρές. Ο κριτής μιας υπόθεσης θα πρέπει απαρέγκλιτα να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος.
Οι γενικές αρχές, περιλαμβανομένων και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αποτέλεσαν θεμέλιο των μετέπειτα γραπτών Κανόνων Δικαίου. Καταλυτικός επίσης, ήταν ο δημιουργικός ρόλος των Δικαστηρίων, στη διάπλαση Κανόνων Δικαίου που, εκ των υστέρων, υιοθέτησε ο Νομοθέτης μετουσιώνοντάς τους σε θετικό δίκαιο.
Οι δημόσιες υπηρεσίες, οφείλουν να δρούν εντός των πλαισίων νομιμότητας και κατ’ επέκταση οι ενέργειές τους ελέγχονται από το σύνολο των γενικών αρχών που τη συνθέτουν.
Ο πολίτης πρέπει συνάμα να έχει το δικαίωμα αμφισβήτησης της νομιμότητας των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ενώπιον μιας ανεξάρτητης και αμερόληπτης δικαστικής εξουσίας.
Οι βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως τις διαμόρφωσε η νομική επιστήμη και η μέχρι τότε νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο νομοθέτημα, το 1999.
Με τη θέσπιση και εφαρμογή του Νόμου 158(Ι)/1999, οι βασικές αρχές Διοικητικού Δικαίου αναβαθμίζονται σε υποχρεωτικούς κανόνες γραπτού νόμου, οι οποίοι συνοψίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Διοίκηση οφείλει να λειτουργεί σε σχέση με τα δικαιώματα των πολιτών. Οι διατάξεις του αποτελούν κανόνες διοικητικού δικαίου καθώς και κατευθυντήριες γραμμές προς τη Διοίκηση. Ταυτόχρονα παρέχουν, σε συνοπτική και συγκεντρωτική μορφή, στον απλό πολίτη, γνώση, και δυνατότητα διεκδίκησης χρηστής διοίκησης από τα δημόσια όργανα.
Ειδικότερα, τα άρθρα 38-41 του Νόμου 158(Ι)/99 αναφέρονται στην αρχή της ισότητας και τα άρθρα 42και 43 αντικατοπτρίζουν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αναφερόμενα στα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Τα άρθρα 50-56 καθιερώνουν την τήρηση των αρχών της χρηστής διοίκησης που μαζί με την αρχή της ισότητας αποτελούν βασικά κριτήρια, κατά το δικαστικό έλεγχο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.
Η έννοια της χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα , κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, να ενεργούν σύμφωνα με το δίκαιο ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διαταξεων, σε κάθε συγκεγριμένη περίπτωση, να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις. Η Διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο , ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί, χωρίς λόγο, το διοικούμενο.
Ακόμη και αν η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη διαδικασία που επιθυμεί να υιοθετήσει, αυτή πρέπει να είναι δίκαιη. Οι δημόσιες αρχές πρέπει να ενεργούν με δίκαιο και ηθικό τρόπο κατά τη λήψη αποφάσεων, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης και της επιείκειας.
Η Διοίκηση έχει υποχρέωση, απορρέουσα από το Νόμο, να εκτιμήσει όλα τα γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες που έχει ενώπιόν της για να καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα αναφορικά με το ζητούμενο.
Η εκτίμηση των γεγονότων είναι έργο της διοίκησης. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο και όπου η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία επειδή συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Η ίδια αρχή εμπεριέχεται και στο άρθρο 24(1) του Νόμου.
Η αρχή της ισότητας επιβάλλει όπως υπάρχει ισότητα μεταξύ ίσων και ανισότητα μεταξύ ανίσων.
Η ανάγκη αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.
Η τήρηση των γενικών αρχών διοικητικού δικαίου και η συμμόρφωση των αρμοδίων προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, συνιστούν απαραίτητους κανόνες για τη λειτουργία και δράση κάθε δημόσιας αρχής. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης είναι προϋπόθεση του ευνομούμενου κράτους και με αυτές παρέχεται εγγύηση ότι η λειτουργία των θεσμικών οργάνων και των κρατικών υπηρεσιών βασίζεται στο σεβασμό προς το Νόμο.
Η μη συμμόρφωση της Διοίκησης με τα αποφασισθέντα σε δικαστικές αποφάσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις, τείνει στην υπόσκαψη του κράτους δικαίου και στην αναποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου της Διοίκησης.
Εδώ έγκειται και η βασική αδυναμία του Νόμου 158(Ι)/99, στη μη ύπαρξη, δηλαδή, κυρώσεων, στις περιπτώσεις όπου η Διοίκηση δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των Δικαστηρίων. Πρόκειται για καθαρή περίπτωση όπου η Διοίκηση δεν τιμωρείται για την παραβίαση της συνταγματικής και νομικής υποχρέωσής της να συμμορφώνεται με τον Νόμο.
Αποτελεί συνταγματική επιταγή και συνακόλουθα υποχρέωση της Διοίκησης, μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εκ τούτου θα έπρεπε να προνοούνται και κυρώσεις για τη μη αποκατάσταση της νομιμότητας.
Η μη συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις αποτελεί σοβαρό έλλειμμα στο κράτος δικαίου, εξασθενίζοντας την επιρροή και φθείροντας το κύρος και το γόητρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Επίσης η μή υπαγωγή κάποιων αποφάσεων συγκεκριμένων θεσμών του Κράτους, σε δικαστικό έλεγχο, συνιστά σοβαρό έλλειμμα στο κράτος δικαίου.
Αναγκαία είναι και η ύπαρξη συμβατότητας νομικών και διοικητικών πράξεων και ρυθμίσεων, με τις γενικές αρχές τόσο του ενωσιακού δικαίου όσο και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαική Ενωση και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επέβαλαν μια μορφή νομικής πίεσης στο δημόσιο δίκαιο. Η αρχή της αναλογικότητας έχει καθιερωθεί ως γενική αρχή τόσο του Ενωσιακού Δικαίου όσο και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και προϋποθέτει εξέταση της ουσίας / ορθότητας (the merits) της διοικητικής απόφασης/πράξης ή παράλειψης, ιδιαίτερα όταν κατά τη λήψη διοικητικών αποφάσεων παραβιάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Καταληκτικά , θα πρέπει να τονιστεί και η σημασία της νοοτροπίας και κουλτούρας των πολιτών στην αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης. Επιβάλλεται τέτοια αλλαγή στη νοοτροπία και κουλτούρα των πολιτών που να επιβάλλει και, κατ΄ επέκταση, να υποχρεώνει την Πολιτεία, μέσω αναβάθμισης και καλύτερης οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών της, να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και με σεβασμό στις ανάγκες του πολίτη.
Η δημόσια διοίκηση κρίνεται «χρηστή» εφόσον βασίζεται στις αρχές του κράτους δικαίου, είπε ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Δημήτρης Συλλούρης.
Διαβάστε το χαιρετισμό του :
Σας καλωσορίζω στην αποψινή εκδήλωση, που διοργανώνεται από τον Σύνδεσμο Πρώην Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας και φιλοξενείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τα 20 χρόνια από την ψήφιση και εφαρμογή του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
Κάθε εξουσία πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Από τον κανόνα αυτό δεν είναι βέβαια δυνατό να εξαιρεθεί η δημόσια διοίκηση, αποστολή της οποίας είναι η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η διοίκηση τότε μόνο κρίνεται «χρηστή», εφόσον βασίζεται στις αρχές του κράτους δικαίου και ενεργεί με γνώμονα την ισονομία, τη διαφάνεια και τη νομιμότητα. Η ορθολογικότερη και αποδοτικότερη άσκηση της δημόσιας εξουσίας στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα και η αποφυγή αυθαιρεσιών κατά την άσκησή της επιτάσσουν τον διαρκή έλεγχο της διοίκησης και των πράξεων ή παραλείψεών της κατά τρόπο πολιτικά ουδέτερο, ο οποίος να ενεργοποιείται από κάθε πολίτη που έχει έννομο συμφέρον.
Ο έλεγχος της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων της Κυπριακής Δημοκρατίας ανήκε, με ρητή συνταγματική επιταγή, κατ’ αποκλειστική δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι το 2015, μέχρι δηλαδή την ίδρυση και λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου που επέφερε η όγδοη τροποποίηση του συντάγματος. Ο έλεγχος αυτός στηρίχθηκε κυρίως στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, αλλά και στις αποφάσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η ανάγκη για σαφή προσδιορισμό των νόμιμων ορίων δράσης της δημόσιας διοίκησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, αφού οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που εφαρμόζονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία από την ίδρυσή της ήταν διάσπαρτες σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και σε συγγράμματα επιφανών νομικών, οδήγησε την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως το 1994 να πρωτοστατήσει στη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στη σύνθεση της οποίας συμμετείχαν αντιπρόσωποι και των τριών συνταγματικών εξουσιών, για τη σύνταξη κανόνων που να διέπουν τη δράση της δημόσιας διοίκησης. Πέντε χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1999, η Βουλή των Αντιπροσώπων, με πρόταση νόμου της ίδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, που υιοθέτησε προσχέδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ψήφισε ομόφωνα ένα από τα σημαντικότερα θεσμικά νομοθετήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο [Ν. 158(Ι)/1999].
Με την ψήφιση του νόμου αυτού, που αποτελεί το επιστέγασμα πολύχρονης και επίπονης προσπάθειας, κωδικοποιήθηκαν, σε ένα λακωνικό και ευσύνοπτο νομικό κείμενο εξήντα ενός άρθρων, με σαφή και απλό τρόπο οι βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αρχές που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης ως φορέα δημόσιας εξουσίας, καθώς και τις μεταξύ της διοίκησης και των διοικουμένων έννομες σχέσεις. Με τις πρόνοιες του νόμου αυτού τέθηκαν τα νόμιμα όρια του πεδίου εντός του οποίου οφείλει να δρα η δημόσια διοίκηση υπό μορφή όχι πια νομολογιακή, αλλά υποχρεωτικών κανόνων γραπτού δικαίου, που καθίστανται κτήμα όχι μόνο του νομικού κόσμου, αλλά και κάθε πολίτη, παρέχοντάς του το κατάλληλο νομικό έρεισμα, ώστε να διεκδικεί χρηστή διοίκηση από τα δημόσια όργανα.
Με τη θέσπισή του το νομοθέτημα αυτό έθεσε την έννοια της χρηστής διοίκησης στις ορθές διαστάσεις της, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαφάνεια της δράσης της, εδραίωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτή και ενίσχυσε την αξιοπιστία της.
Θα ήταν προφανώς παράλειψη να μην αναφερθώ στο σχετικό σύγγραμμα του πρώην συναδέλφου, έγκριτου νομικού και άριστου γνώστη του Διοικητικού Δικαίου, αγαπητού φίλου Ανδρέα Αγγελίδη, με τίτλο «Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος [Ν. 158(Ι)/1999] και η μεταγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας», που εξέδωσε η Βουλή των Αντιπροσώπων εννιά χρόνια μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας. Στο αξιόλογο, πρωτοποριακό και άρτια δομημένο αυτό έργο ο εκλεκτός πρώην συνάδελφος κατέθεσε την πείρα και τις πολύτιμες γνώσεις του στο Διοικητικό Δίκαιο, παρουσιάζοντας τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της νομολογίας που αναπτύχθηκε σε σχέση με την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας μετά την ψήφισή της από το νομοθετικό σώμα. Παράλληλα, με την καταγραφή και ταξινόμηση των αποφάσεων πρωτόδικης ή αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από τα αντίστοιχα άρθρα της νομοθεσίας, το σύγγραμμα αυτό συνέβαλε στην πληρέστερη κατανόηση των άρθρων και της ερμηνείας τους και συμπλήρωσε ένα τεράστιο κενό της νομικής βιβλιογραφίας του τόπου μας.
Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών/ Ανώτατο Δικαστήριο